- βροντήσιος
- βροντ-ήσιος Ζεύς, =A Jupiter Tonans, Mon.Anc.Gr.18.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
bherem-2 — bherem 2 English meaning: to buzz, drone Deutsche Übersetzung: “brummen, summen, surren” Material: O.Ind. bhramará ḥ “bee”; Gk. φόρμινξ, γγος f. “zither”, because of suffixes loanword? Initial sound variant *bremprobably in βρέμω … Proto-Indo-European etymological dictionary